Πρασιάδα

Πρασιάδα
Πρασιάδᾱ , Πρασιάδης
masc nom/voc/acc dual
Πρασιάδᾱ , Πρασιάδης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σιροπαίονες — Παιονική φυλή της Μακεδονίας, που κατοικούσε κοντά στην πόλη Σίρι. Τους Σ., μαζί με τους Παίοπλες και τις άλλες φυλές που κατοικούσαν ως την Πρασιάδα λίμνη, τους μετοίκησε στην Ασία ο Μεγάβαζος με διαταγή του Δαρείου το 496 π.Χ., αφού με δόλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”